“Ο κύριος Χ” . Συγγραφέας: Χρήστος Κακουλίδης. Σε λίγο καιρό στα βιβλιοπωλεία…
“Ο κύριος Χ δεν είχε πια αντοχές ή έτσι ένοιωθε τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Και ποια είναι, θα ρωτήσει κανείς, η παρούσα φάση. Και ποιος ο λόγος της ανωνυμίας που απαιτείται για τον κύριο Χ ίσως αναρωτηθεί κάποιος άλλος αναγνώστης, πιθανώς πιο περίεργος από τον προηγούμενο. Όλα τα ερωτήματα θα απαντηθούν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Εφιστώ όμως την προσοχή σε κάθε αισιόδοξο και καλοπροαίρετα αφελή αναγνώστη. Για κάθε ερώτημα που
θα απαντάται, νέο ερώτημα θα δημιουργείται στην πορεία. Και τελικά η ανάγνωση δε θα οδηγήσει σε έναν κόσμο όπου δε θα υπάρχουν απορίες, αλλά σε μια κατάσταση όπου οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις υπάρχουν η μια για την άλλη και η μια ως προς την άλλη. Με τελικό ίσως στόχο και σκοπό, αλλά και όνειρο σημαντικό, οι ερωτήσεις να μην αποτελούν πια πηγή άγχους για το πότε θα απαντηθούν, αλλά πηγή έμπνευσης για να οδηγούμαστε διαρκώς σε νέα ερωτήματα που καθηλώνουν και ταυτόχρονα εξυψώνουν το πνεύμα και την ύπαρξή μας.” …….
“Βρισκόταν ήδη στην αποβάθρα. Μπροστά στη ματιά του απλωνόταν το πλοίο, ήρεμο και τρομερό συνάμα. Εκείνο το πλοίο αντικατόπτριζε όλο τον εσωτερικό του κόσμο εκείνης της στιγμής. Εκείνης της ιδιαίτερης στιγμής, όπου δεν ήταν πια φοβισμένος, αλλά ταυτόχρονα ήταν και περισσότερο φοβισμένος από ποτέ. Θεόρατο, ακίνητο και αποφασισμένο να λύσει τους κάβους και να χαθεί στο πέλαγος. Κάπως έτσι ένοιωθε και ο ίδιος. Το μυαλό του γυρόφερνε ανάμεσα στην προοπτική της ανοιχτής θάλασσας που υποσχόταν να δώσει τα πάντα, αλλά και να πάρει τα πάντα σε μια πιθανή φουρτούνα. Το ναυάγιο ήταν μια αέναη πιθανότητα και όλοι οι ταξιδιώτες που κουβαλούσε, ήταν δυνητικά ναυαγοί. Διπλός ο ρόλος τους λοιπόν. Διπλός και ο ρόλος του κυρίου Χ. Η ελπίδα εναλλασσόταν με το φόβο. Ο ταξιδιώτης όδευε προς ένα καλύτερο αύριο. Αυτό το υποσχόταν ο ατελείωτος ορίζοντας που αντίκριζε από το πλοίο εμπρός του. Θέα που καμιά στεριά δε μπορούσε να προσφέρει. Στη στεριά η ματιά κάπου τελείωνε. Όχι όμως στη θάλασσα. Όταν ο ορίζοντας έμοιαζε να τελειώνει, το ίδιο το πλοίο με τη συνεχή του κίνηση προς τα εμπρός, γεννούσε νέο ορίζοντα και αναπτέρωνε την ελπίδα εις το διηνεκές. Μα και σε κάθε της κύμα η θάλασσα, σε κάθε ανατάραξη, θύμιζε στον ταξιδιώτη πως όλα δεν είναι ρόδινα. Πως πάντα υπάρχει και το ρίσκο από εκεί που ονειρεύεται και θωρεί τον ατελείωτο ορίζοντα, ξαφνικά να βρεθεί ναυαγός σε ένα έρημο νησί, με τον ορίζοντα να είναι πιο περιορισμένος από ποτέ και τις επιλογές τραγικά λίγες. Αλλά ο κύριος Χ, είχε από μέρες αποφασίσει να μη φοβάται πια. Ήταν ήδη στο κατάστρωμα και έβλεπε τη στεριά από άλλη οπτική γωνία. Την έβλεπε τώρα από ψηλά. Πολύ διαφορετικά μοιάζαν όλα. Σα να ζούσε τόσο καιρό σε μια ψευδαίσθηση και επιτέλους τώρα βρισκόταν στη σωστή μεριά. «Κι αν τώρα ήταν η ώρα της ψευδαίσθησης;», σκέφτηκε για μια ακόμη φορά, όπως τόσες άλλες φορές που συνήθιζε να αμφισβητεί τα πάντα. Μα πριν προλάβει να αναπτύξει τις αναπόφευκτες αμφιβολίες της ιδιαίτερης φύσης του, το καράβι αποφάσισε να του στερήσει νέα διλήμματα και σφύριξε με θράσος τρεις φορές, ανακοινώνοντας εμμέσως πλην σαφώς πως ήταν αργά πλέον για πισωγυρίσματα και δεύτερες σκέψεις.”
Δεν είναι εύκολο να καθορίσει κανείς τη φύση αυτού του βιβλίου. Είναι ένα βιβλίο ψυχολογίας; Είναι ιστορία αγάπης; Είναι μια ιστορία χαρούμενη ή θλιμμένη; Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά, εκτός ίσως από τον εκάστοτε αναγνώστη. Ο κύριος Χ διατηρεί την ανωνυμία του, καθώς το θέμα δεν είναι τα ονόματα, μα τα κοινά σημεία που ανακαλύπτει ο αναγνώστης σε κάθε μικρή ή μεγάλη στιγμή αυτής της ιστορίας, με τον ίδιο τρόπο που οι ιστορίες των ανθρώπων τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους και τόσο πολύ ταυτόχρονα διαφέρουν.
Και η ψυχολογία, η αγάπη, η χαρά και η θλίψη συναντώνται και συνυπάρχουν.
**Το παρόν κείμενο είναι προιόν πνευματικής ιδιοκτησίας του Χρήστου Κακουλίδη. Οποιαδήποτε αναδημοσίευση, απαιτεί την αναφορά της πηγής.