Ά.Άντλερ-Ανθρωπογνωσία ΙΙ

Ανθρωπογνωσία

Ανθρωπογνωσία…Το αίσθημα κατωτερότητας και η τάση για διάκριση

Η πρώιμη παιδική κατάσταση Έχουμε φτάσει στο σημείο να ξέρουμε ότι παιδιά, τα οποία δεν ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από τη φύση,έχουν την τάση να παίρνουν μια στάση απέναντι στη ζωή και τους ανθρώπους διαφορετική από εκείνα τα παιδιά που από νωρίς γνώρισαν τη χαρά της ύπαρξης. Μπορούμε να αναπτύξουμε σα βασική αρχή ότι όλα τα παιδιά που έχουν ανεπαρκή όργανα περιπλέκονται σ’έναν αγώνα με τη ζωή, ο οποίος τα παρασύρει στον στραγγαλισμό του κοινωνικού τους

αισθήματος, σε τρόπο που αυτοί οι άνθρωποι αποδέχονται εύκολα το πρότυπο, να ασχολούνται διαρκώς με τον εαυτό τους και την εντύπωση που κάνουν στο περιβάλλον τους, παρά με τα ενδιαφέροντα των άλλων. Ό,τι ισχύει για τα ανεπαρκή όργανα, ισχύει και για τις εξωτερικές επιδράσεις στο παιδί, οι οποίες, λιγότερο ή περισσότερο, γίνονται αισθητές σα μια καταθλιπτική πίεση και προκαλούν την εχθρική του τοποθέτηση απέναντι στον γύρω του κόσμο. Η αποφασιστική στροφή παρουσιάζεται από πολύ νωρίς. Από τον δεύτερο κιόλας χρόνο της ζωής μπορεί να διαπιστωθεί ότι τέτοια παιδιά έχουν πολύ λίγο την τάση να νοιώθουν πως είναι προικισμένα στον ίδιο βαθμό με τ’ άλλα παιδιά, ότι είναι ισότιμα και ισάξια μ’ εκείνα, ικανά να συνδεθούν μαζί τους και να διεκπεραιώσουν κοινές υποθέσεις, αλλά κλίνουν στο να εκδηλώνουν ισχυρότερα από τα άλλα παιδιά ένα αίσθημα κατωτερότητας που γεννήθηκε από πολυάριθμες στερήσεις, ένα αίσθημα αναμονής και ένα δικαίωμα σε απαιτήσεις. Αν σκεφτούμε ότι κάθε παιδί είναι ουσιαστικά κατώτερο απέναντι στις απαιτήσεις της ζωής και ότι δε θα μπορούσε να επιζήσει χωρίς ένα σημαντικό μέτρο κοινωνικού αισθήματος από μέρους των οικείων του, αν έχουμε μπρος στα μάτια μας την αδυναμία και την αδεξιότητα του παιδιού, η οποία διαρκεί τόσο πολύ και του δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν είναι ικανό να ζήσει,

τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι στην αρχή κάθε ψυχικής ζωής βρίσκεται ένα λίγο ή πολύ βαθύ αίσθημα κατωτερότητας.

Αυτό είναι η κινητήρια δύναμη και το σημείο από το οποίο ξεκινούν και αναπτύσσονται όλες οι προσπάθειες του παιδιού να βάλει ένα σκοπό, από τον οποίο περιμένει στο μέλλον την καθησύχαση και την εξασφάλιση της ζωής του, να χαράξει ένα δρόμο που του φαίνεται πως είναι ο κατάλληλος για την επιτυχία αυτής της επιδίωξης. Σ’ αυτή την ιδιόμορφη τοποθέτηση του παιδιού, που συνδέεται επίσης στενά και επηρεάζεται από τις ικανότητες των οργάνων του, βρίσκεται η βάση της ικανότητάς του για εκπαίδευση. Αυτή, όσο γενικό και αν είναι σε κάθε παιδί το αίσθημα κατωτερότητας, κλονίζεται ιδιαίτερα από δυο δυνάμεις. Η μια είναι ένα ενισχυμένο, πιο έντονο και με μεγαλύτερη διάρκεια αίσθημα κατωτερότητας? η άλλη, ένας σκοπός που δεν αρκεί να εξασφαλίσει απλώς την καθησύχαση, την εξασφάλιση και την ισοτιμία, αλλά αναπτύσσει μια επιδίωξη για εξουσία, η οποία προορίζεται να οδηγήσει στην υπεροχή πάνω στο περιβάλλον. Πάνω σ’ αυτή την πορεία μπορεί κανείς κάθε στιγμή να αναγνωρίσει αυτές τις τάσεις των παιδιών. Η ικανότητά τους για εκπαίδευση μειώνεται, γιατί κάτω από οποιαδήποτε περίσταση αισθάνονται πάντα απωθημένα, πιστεύουν ότι έχουν αδικηθεί από τη φύση και πολύ συχνά, δίκαια ή άδικα, βλέπουν ότι απωθούνται από τους ανθρώπους. Όταν κανείς διαβλέπει ακριβώς όλες αυτές τις σχέσεις, τότε μπορεί να σταθμίσει με ποια αναγκαιότητα μπορεί να ολοκληρωθεί μια στραβή ανάπτυξη που τη συνοδεύουν κάθε είδους αποτυχίες. Σ’ αυτό τον κίνδυνο είναι πραγματικά εκτεθειμένα όλα τα παιδιά, γιατί όλα τα παιδιά βρίσκονται σε παρόμοιες καταστάσεις. Κάθε παιδί, από το γεγονός ότι είναι τοποθετημένο σ’ ένα περιβάλλον ενηλίκων, παρασύρεται στο να θεωρεί τον εαυτό του μικρό και αδύναμο και να αυτοεκτιμάται σαν ανεπαρκές και κατώτερο. Σ’ αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να πιστέψει ότι επαρκούν οι δυνάμεις του να εκπληρώσει τα καθήκοντα που του αναθέτουν τόσο καλά και αλάθευτα, όπως απαιτούν απ’ αυτό. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζονται κιόλας τα περισσότερα παιδαγωγικά λάθη. Επειδή απαιτούνται πάρα πολλά από το παιδί, προβάλλεται μπρος στην ψυχή του οξύτερα το αίσθημα της μηδαμινότητάς του. Μάλιστα σ’ άλλα παιδιά στρέφουν διαρκώς την προσοχή τους πάνω στη μικρή σημασία που έχουν, στη μικρότητα και την κατωτερότητά τους. Άλλα πάλι παιδιά χρησιμοποιούνται σαν τις μπάλες παιχνιδιού, σα διασκέδαση ή θεωρούνται σαν ένα αγαθό, το οποίο πρέπει κανείς ιδιαίτερα να προστατεύει, ή σα μια ενοχλητική σαβούρα. Συχνά βρίσκονται όλες αυτές οι τάσεις ενωμένες και στο παιδί δίνεται να καταλάβει, πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά, ό,τι υπάρχει είτε για την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια των ενηλίκων.

Το βαθύ αίσθημα κατωτερότητας που μ’ αυτό τον τρόπο καλλιεργείται στο παιδί

μπορεί να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο από ορισμένες ιδιομορφίες της ζωής μας.

Ανάμεσα σ’ αυτές είναι η συνήθειά μας να μην παίρνουμε το παιδί στα σοβαρά, να το αφήνουμε να καταλάβει ότι ουσιαστικά είναι ένα τίποτε,

ότι δεν έχει δικαιώματα, ότι πρέπει πάντα να μπαίνει πίσω από τους μεγάλους, ότι δεν πρέπει να κάνει θόρυβο και πολλά άλλα τέτοια. Ακόμη ό,τι είναι αληθινό μέσα σ’ όλα αυτά προσφέρεται μ’ έναν τέτοιο αταίριαστο τρόπο που το ρίχνει στην αναστάτωση. Έπειτα, ένας τεράστιος αριθμός παιδιών μεγαλώνει με το μόνιμο συναίσθημα του φόβου ότι θα το κοροϊδέψουν για ό,τι αναλάβει να κάνει.

Η κακή συνήθεια να κοροϊδεύουμε τα παιδιά είναι ιδιαίτερα καταστροφική για την εξέλιξή τους.

Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον φόβο αυτών των ανθρώπων για την κοροϊδία ως τα κατοπινά χρόνια της ζωής τους. Ακόμη και ενήλικοι δεν μπορούν να απαλλαγούν απ’ αυτό τον φόβο. Επίσης πολύ βλαβερή είναι η συνήθεια να μην παίρνονται στα σοβαρά τα παιδιά. Όταν τους λέμε αναλήθειες, φτάνουν εύκολα στο σημείο να αμφιβάλλουν για τη σοβαρότητα του περιβάλλοντός τους, ακόμη και της ζωής. Υπάρχουν περιπτώσεις που παιδιά, στον πρώτο καιρό που πήγαν σχολείο, κάθονταν χαμογελώντας στο θρανίο και τελικά είπαν, όταν τους δόθηκε η αφορμή, ότι θεωρούσαν όλη την υπόθεση με το σχολείο σαν ένα αστείο των γονιών τους, τους οποίους δεν έπαιρναν καθόλου στα σοβαρά.

Ανθρωπογνωσία