Θλίψη ή κατάθλιψη;
Θλίψη ή κατάθλιψη;..Η θλίψη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κατάθλιψης, όμως δεν είναι το ίδιο. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε και να κατανοούμε τις διαφορές τους, διότι αν τις συγχέουμε μπορεί να οδηγηθούμε σε ακατάλληλη θεραπεία.
Τι είναι η θλίψη;
Η θλίψη είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο όλοι βιώνουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας. Διάφορα γεγονότα μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να αισθάνονται λυπημένοι ή δυστυχισμένοι, όπως η απώλεια ή η απουσία ενός αγαπημένου προσώπου, το διαζύγιο, η απώλεια εργασίας ή εισοδήματος, ένα οικονομικό πρόβλημα, τα προβλήματα στο σπίτι ή το κοινωνικό άγχος.
Μία αποτυχία στις εξετάσεις ή η μη εύρεση εργασίας ή άλλα απογοητευτικά γεγονότα μπορούν επίσης να προκαλέσουν θλίψη. Ωστόσο, ένας άνθρωπος που είναι λυπημένος μπορεί συνήθως να πάρει ανακούφιση από το κλάμα ή το ξέσπασμα. Αυτό συμβαίνει επειδή η θλίψη είναι πιθανότερο να συνδέεται με ένα συγκεκριμένο έναυσμα.
Η θλίψη συνήθως υποχωρεί με το πέρασμα του χρόνου. Αν δεν υποχωρήσει ή αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σημάδι της κατάθλιψης. Εάν κάποιος αντιληφθεί ότι τα συμπτώματα επιδεινωθούν ή διαρκέσουν περισσότερο από 2 εβδομάδες, θα πρέπει να απευθυνθεί σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο.
Τι είναι η κατάθλιψη;
Η κατάθλιψη είναι μια ψυχική διαταραχή που επηρεάζει κάθε πλευρά των συναισθημάτων και της αντίληψης ενός ατόμου. Επηρεάζει συμπεριφορές και στάσεις και μπορεί να επηρεάσει άτομα κάθε φύλου ή / και κάθε ηλικίας.
Το 2015 περίπου 16,1 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω στις ΗΠΑ βίωσαν τουλάχιστον ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο. Αυτό το ποσοστό αντιπροσώπευε το 6,7% του συνόλου των αμερικανών ενηλίκων.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν τα αισθήματα της αποθάρρυνσης, της θλίψης, της απόγνωσης, της έλλειψης κινήτρων και της απώλειας ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που συνήθως είναι ευχάριστες. Σε σοβαρές περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να σκέφτεται ή και να προβεί σε απόπειρα αυτοκτονίας.
Μπορεί επίσης να μην θέλει πλέον να αφιερώνει χρόνο στην οικογένεια ή στους φίλους του. Μπορεί να σταματήσει τα χόμπι του και να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να πάει στη δουλειά ή στο σχολείο. Οι καθημερινές συνήθειες μπορεί να αλλάξουν ξαφνικά και χωρίς λόγο. Μπορεί να είναι δύσκολο για ένα άτομο με κατάθλιψη να συνεχίσει να κάνει τα πράγματα που συνήθως απολάμβανε.
Εάν αυτά τα συναισθήματα αμφιβολίας διαρκούν περισσότερο από 2 εβδομάδες, μπορεί το άτομο να διαγνωστεί με «μείζων καταθλιπτική διαταραχή» (MDD).
Τα σημάδια και τα συμπτώματα της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής περιλαμβάνουν:
• Καθημερινή καταθλιπτική διάθεση με εμφανή σημάδια απελπισίας, λύπης, και απώλειας ενδιαφέροντος
• Καθημερινή απώλεια ενδιαφέροντος για τις συνήθεις δραστηριότητες για μεγάλο χρονικό διάστημα
• Σημαντική απώλεια ή αύξηση βάρους, χωρίς επιδίωξη – μπορεί να υπάρχει μια μεταβολή 5% στο σωματικό βάρος
• Αϋπνία, υπνηλία ή αυξημένος ύπνος που επηρεάζουν τα κανονικά χρονοδιαγράμματα του ατόμου
• Κόπωση και έλλειψη ενέργειας
• Αισθήματα αναξιότητας, υπερβολής ή ενοχής σε καθημερινή βάση
• Αδυναμία συγκέντρωσης ή αδυναμία λήψης αποφάσεων
• Επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου, αυτοκτονικές σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας ή σχέδια αυτοκτονίας
Ένα άτομο που βιώνει οποιοδήποτε από αυτά τα πέντε συμπτώματα για περισσότερο από 2 εβδομάδες, θεωρείται ότι έχει ένα πιο σοβαρό πρόβλημα από τη θλίψη.
Για τη διάγνωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, ο ψυχίατρος θα πρέπει να συνδέσει τα συμπτώματα μόνο με την κατάθλιψη και όχι με κάποια άλλη ιατρική διάγνωση, όπως είναι η κατάχρηση ουσιών ή κάποια μορφή αναπηρίας.
Σε αντίθεση με τη θλίψη, η κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει κάποιον να αγωνίζεται για να εκφράσει τα συναισθήματά του. Εάν προσπαθήσει να απελευθερωθεί από το άγχος, τα ακατανίκητα συναισθήματα και οι αρνητικές σκέψεις του, μπορεί να το αποτρέψουν από το να σταθεί και πάλι στα πόδια του.
Θεραπεία για την κατάθλιψη
Αν ένας άνθρωπος έχει συμπτώματα κατάθλιψης για περισσότερο από 2 εβδομάδες, θα πρέπει να αναζητήσει τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου ή ψυχολόγου που μπορεί να βοηθήσει να προσδιοριστεί το επίπεδο της βοήθειας που απαιτείται. Μετά τη διάγνωση, πιθανές θεραπείες περιλαμβάνουν τη φαρμακευτική αγωγή, τη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία.
Φαρμακευτική αγωγή
Η φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνει ένα είδος αντικαταθλιπτικού γνωστό ως επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs), οι οποίοι και δημιουργούν την αύξηση των επιπέδων της σεροτονίνης στον εγκέφαλο. Η σεροτονίνη είναι ένας χημικός αγγελιοφόρος που βοηθά να επηρεαστεί η διάθεση και η κοινωνική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον οργανισμό Mayo Clinic, τα συγκεκριμένα φάρμακα μπορεί να απαλύνουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης, αν και φέρουν κίνδυνο παρενεργειών.
Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν για πρώτη φορά αντικαταθλιπτικά, υπάρχει ο κίνδυνος τα συμπτώματα τους να επιδεινωθούν, προτού να δουν βελτίωση. Τα μέλη της οικογένειας θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τον ασθενή και να ζητήσουν σε περίπτωση ανησυχίας, ιατρική φροντίδα.
Διάφοροι διεθνείς οργανισμοί έχουν εκφράσει την ανησυχία, ότι ορισμένοι SSRIs μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες σε νέους ανθρώπους, καθώς και γενετικές ανωμαλίες εάν λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ως αποτέλεσμα αυτού, τα φάρμακα φέρουν μία προειδοποίηση στο φυλλάδιο που εσωκλείουν που περιγράφει τους πιθανούς κινδύνους λήψης των συγκεκριμένων φαρμάκων. Κατά τη συνταγογράφηση αυτών των φαρμάκων, οι ψυχίατροι χρειάζεται να σταθμίζουν προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά της χρήσης.
Ψυχοθεραπεία και συμβουλευτική
Η ψυχοθεραπεία είναι μία διαδικασία που μπορεί να βοηθήσει να αποκαλυφθούν οι αιτίες που υποβόσκουν της κατάστασης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μόνη της ή σε συνδυαμό με αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό των προβληματικών περιοχών, να διδάξει μηχανισμούς αντιμετώπισης και να ενημερώσει τον ασθενή για την κατάστασή του. Ένα άτομο που πάσχει από μείζονα κατάθλιψη μπορεί ακόμα και να χρειαστεί να εισαχθεί στο νοσοκομείο, αν διατρέχει άμεσο κίνδυνο ή αν δεν είναι σε θέση να φροντίσει τον εαυτό του.
ΠΗΓΗ:Medicalnewstoday